στερνοπούλι

στερνοπούλι
το, Ν
το στερνοπαίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερνός + -πούλι (βλ. λ. -πουλο), πρβλ. θαλασσο-πούλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποβύζι — το 1. το μόλις απογαλακτισμένο, αποσπασμένο από τον μαστό νεογνό ανθρώπου ή ζώου 2. στερνοπαίδι, στερνοπούλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”